αφίππευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφίππευση | οι | αφιππεύσεις |
| γενική | της | αφίππευσης* | των | αφιππεύσεων |
| αιτιατική | την | αφίππευση | τις | αφιππεύσεις |
| κλητική | αφίππευση | αφιππεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αφιππεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφίππευση < αφιππεύω + -ση < αρχαία ελληνική ἀφιππεύω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ίππος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.