αφιππεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αφιππεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφιππεύω
  2. θα αφιππεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφιππεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αφιππεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφίππευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.