ξεπέζεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεπέζεμα | τα | ξεπεζέματα |
| γενική | του | ξεπεζέματος | των | ξεπεζεμάτων |
| αιτιατική | το | ξεπέζεμα | τα | ξεπεζέματα |
| κλητική | ξεπέζεμα | ξεπεζέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεπέζεμα < μεσαιωνική ελληνική ξε-+πεζε(ύω) + -μα
Ουσιαστικό
ξεπέζεμα ουδέτερο
- το κατέβασμα από ένα ζώο, συνήθως άλογο ή από ένα δίτροχο όχημα όπως το ποδήλατο και η μοτοσυκλέτα
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξεπέζεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.