αυτόφωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτόφωρος | η | αυτόφωρη | το | αυτόφωρο |
| γενική | του | αυτόφωρου | της | αυτόφωρης | του | αυτόφωρου |
| αιτιατική | τον | αυτόφωρο | την | αυτόφωρη | το | αυτόφωρο |
| κλητική | αυτόφωρε | αυτόφωρη | αυτόφωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτόφωροι | οι | αυτόφωρες | τα | αυτόφωρα |
| γενική | των | αυτόφωρων | των | αυτόφωρων | των | αυτόφωρων |
| αιτιατική | τους | αυτόφωρους | τις | αυτόφωρες | τα | αυτόφωρα |
| κλητική | αυτόφωροι | αυτόφωρες | αυτόφωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτόφωρος < αρχαία ελληνική αὐτόφωρος < αὐτο- + -φωρος < φώρ (κλέφτης)
Επίθετο
αυτόφωρος
- που τον βλέπουν τη στιγμή που κάνει κάτι
Εκφράσεις
Συγγενικά
- φωρ για συγγενικές λέξεις
Μεταφράσεις
αυτόφωρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.