αυτόφωρο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτόφωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτόφωρος
Ουσιαστικό
αυτόφωρο ουδέτερο
- κοινή ονομασία των ειδικών δικαστηρίων που δικάζουν, άμεσα, δράστες που συνελήφθησαν επ' αυτοφώρω
- οδήγησαν τους δράστες στο αυτόφωρο
- (συνεκδοχικά) το εύλογο χρονικό διάστημα, από τη στιγμή της εκτέλεσης κάποιου αδικήματος, κατά το οποίο ο νόμος ορίζει ότι η σύλληψη γίνεται επ' αυτοφώρω
- κρύφτηκε σε κάτι χαμόσπιτα μέχρι να περάσει το αυτόφωρο
Εκφράσεις
Παράγωγα
- φωρ, για άλλες συγγενικές λέξεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.