αυτόφωρο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτόφωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτόφωρος

Ουσιαστικό

αυτόφωρο ουδέτερο

  1. κοινή ονομασία των ειδικών δικαστηρίων που δικάζουν, άμεσα, δράστες που συνελήφθησαν επ' αυτοφώρω
    οδήγησαν τους δράστες στο αυτόφωρο
  2. (συνεκδοχικά) το εύλογο χρονικό διάστημα, από τη στιγμή της εκτέλεσης κάποιου αδικήματος, κατά το οποίο ο νόμος ορίζει ότι η σύλληψη γίνεται επ' αυτοφώρω
    κρύφτηκε σε κάτι χαμόσπιτα μέχρι να περάσει το αυτόφωρο

Εκφράσεις

Παράγωγα

  • φωρ, για άλλες συγγενικές λέξεις

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αυτόφωρο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.