αυτόγυρο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτόγυρο < αυτός + γύρος.

Ουσιαστικό

Ένα αυτόγυρο με τους δύο έλικές του: παθητικό κατακόρυφο και ενεργητικό οριζόντιο.
Ένα αυτόγυρο σε πτήση.

αυτόγυρο ουδέτερο

Το πρώτο αυτόγυρο το κατασκεύασε ο Ισπανός εφευρέτης και αεροπόρος Χουάν ντε λα Θιέβρα και έκανε την πρώτη του επιτυχημένη πτήση το 1923.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.