γυροπλάνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γυροπλάνο | τα | γυροπλάνα |
| γενική | του | γυροπλάνου | των | γυροπλάνων |
| αιτιατική | το | γυροπλάνο | τα | γυροπλάνα |
| κλητική | γυροπλάνο | γυροπλάνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.