γυροπλάνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυροπλάνο τα γυροπλάνα
      γενική του γυροπλάνου των γυροπλάνων
    αιτιατική το γυροπλάνο τα γυροπλάνα
     κλητική γυροπλάνο γυροπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυροπλάνο < γαλλική gyroplane < γύρος + planer (αιωρούμαι)

Ουσιαστικό

γυροπλάνο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.