αυτοχθονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοχθονισμός οι αυτοχθονισμοί
      γενική του αυτοχθονισμού των αυτοχθονισμών
    αιτιατική τον αυτοχθονισμό τους αυτοχθονισμούς
     κλητική αυτοχθονισμέ αυτοχθονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοχθονισμός < αυτόχθων + -ισμός

Ουσιαστικό

αυτοχθονισμός αρσενικό

  • (πολιτική) (παρωχημένο) πολιτική τάση που εκδηλώθηκε στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους και υποστήριζε ότι οι αυτόχθονες πρέπει να έχουν περισσότερα πολιτικά δικαιώματα από τους ομογενείς, κυρίως τους Φαναριώτες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.