αυτοχθονιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοχθονιστής οι αυτοχθονιστές
      γενική του αυτοχθονιστή των αυτοχθονιστών
    αιτιατική τον αυτοχθονιστή τους αυτοχθονιστές
     κλητική αυτοχθονιστή αυτοχθονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοχθονιστής < αυτοχθονισμός + -ιστής

Ουσιαστικό

αυτοχθονιστής θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.