αυτοχθονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοχθονικός η αυτοχθονική το αυτοχθονικό
      γενική του αυτοχθονικού της αυτοχθονικής του αυτοχθονικού
    αιτιατική τον αυτοχθονικό την αυτοχθονική το αυτοχθονικό
     κλητική αυτοχθονικέ αυτοχθονική αυτοχθονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοχθονικοί οι αυτοχθονικές τα αυτοχθονικά
      γενική των αυτοχθονικών των αυτοχθονικών των αυτοχθονικών
    αιτιατική τους αυτοχθονικούς τις αυτοχθονικές τα αυτοχθονικά
     κλητική αυτοχθονικοί αυτοχθονικές αυτοχθονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοχθονικός < αυτόχθονας + -ικός

Επίθετο

αυτοχθονικός

  1. που έχει σχέση με τον αυτόχθονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. άλλη μορφή του αυτόχθονας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.