αυτοπαλινδρόμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπαλινδρόμηση οι αυτοπαλινδρομήσεις
      γενική της αυτοπαλινδρόμησης* των αυτοπαλινδρομήσεων
    αιτιατική την αυτοπαλινδρόμηση τις αυτοπαλινδρομήσεις
     κλητική αυτοπαλινδρόμηση αυτοπαλινδρομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπαλινδρομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοπαλινδρόμηση < αυτο- + παλινδρόμηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoregression

Ουσιαστικό

αυτοπαλινδρόμηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.