αυτονομαζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτονομαζόμενος | η | αυτονομαζόμενη | το | αυτονομαζόμενο |
| γενική | του | αυτονομαζόμενου | της | αυτονομαζόμενης | του | αυτονομαζόμενου |
| αιτιατική | τον | αυτονομαζόμενο | την | αυτονομαζόμενη | το | αυτονομαζόμενο |
| κλητική | αυτονομαζόμενε | αυτονομαζόμενη | αυτονομαζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτονομαζόμενοι | οι | αυτονομαζόμενες | τα | αυτονομαζόμενα |
| γενική | των | αυτονομαζόμενων | των | αυτονομαζόμενων | των | αυτονομαζόμενων |
| αιτιατική | τους | αυτονομαζόμενους | τις | αυτονομαζόμενες | τα | αυτονομαζόμενα |
| κλητική | αυτονομαζόμενοι | αυτονομαζόμενες | αυτονομαζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αυτονομαζόμενος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.