αυτομολήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αυτομολήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτομολώ
  2. θα αυτομολήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτομολώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αυτομολήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυτομόληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.