αποσκίρτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποσκίρτηση | οι | αποσκιρτήσεις |
| γενική | της | αποσκίρτησης* | των | αποσκιρτήσεων |
| αιτιατική | την | αποσκίρτηση | τις | αποσκιρτήσεις |
| κλητική | αποσκίρτηση | αποσκιρτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποσκιρτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσκίρτηση < αποσκιρτώ
Ουσιαστικό
αποσκίρτηση θηλυκό
- μεταπήδηση σε άλλο πολιτικό, ιδεολογικό κλπ χώρο
- αυτομολία, αυτομόληση
- η αποσκίρτηση στη Δύση δύο Σοβιετικών μυστικών πρακτόρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.