αυτοκτονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοκτονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοκτονῶ (αὐτοκτονέω) < αὐτοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε αυτο- + -κτονώ.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.ktoˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κτο‐νώ
Ρήμα
αυτοκτονώ, πρτ.: αυτοκτονούσα, αόρ.: αυτοκτόνησα (χωρίς παθητική φωνή) (αυτοκτονούμαι[1])
- (κυριολεκτικά) σκοτώνω ο ίδιος τον εαυτού μου με τη θέλησή μου
- (μεταφορικά) καταστρέφομαι, χάνω κάτι σπουδαίο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοκτονώ | αυτοκτονούσα | θα αυτοκτονώ | να αυτοκτονώ | αυτοκτονώντας | |
| β' ενικ. | αυτοκτονείς | αυτοκτονούσες | θα αυτοκτονείς | να αυτοκτονείς | (αυτοκτόνει) | |
| γ' ενικ. | αυτοκτονεί | αυτοκτονούσε | θα αυτοκτονεί | να αυτοκτονεί | ||
| α' πληθ. | αυτοκτονούμε | αυτοκτονούσαμε | θα αυτοκτονούμε | να αυτοκτονούμε | ||
| β' πληθ. | αυτοκτονείτε | αυτοκτονούσατε | θα αυτοκτονείτε | να αυτοκτονείτε | αυτοκτονείτε | |
| γ' πληθ. | αυτοκτονούν(ε) | αυτοκτονούσαν(ε) | θα αυτοκτονούν(ε) | να αυτοκτονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοκτόνησα | θα αυτοκτονήσω | να αυτοκτονήσω | αυτοκτονήσει | ||
| β' ενικ. | αυτοκτόνησες | θα αυτοκτονήσεις | να αυτοκτονήσεις | αυτοκτόνησε | ||
| γ' ενικ. | αυτοκτόνησε | θα αυτοκτονήσει | να αυτοκτονήσει | |||
| α' πληθ. | αυτοκτονήσαμε | θα αυτοκτονήσουμε | να αυτοκτονήσουμε | |||
| β' πληθ. | αυτοκτονήσατε | θα αυτοκτονήσετε | να αυτοκτονήσετε | αυτοκτονήστε | ||
| γ' πληθ. | αυτοκτόνησαν αυτοκτονήσαν(ε) |
θα αυτοκτονήσουν(ε) | να αυτοκτονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αυτοκτονήσει | είχα αυτοκτονήσει | θα έχω αυτοκτονήσει | να έχω αυτοκτονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αυτοκτονήσει | είχες αυτοκτονήσει | θα έχεις αυτοκτονήσει | να έχεις αυτοκτονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοκτονήσει | είχε αυτοκτονήσει | θα έχει αυτοκτονήσει | να έχει αυτοκτονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοκτονήσει | είχαμε αυτοκτονήσει | θα έχουμε αυτοκτονήσει | να έχουμε αυτοκτονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοκτονήσει | είχατε αυτοκτονήσει | θα έχετε αυτοκτονήσει | να έχετε αυτοκτονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοκτονήσει | είχαν αυτοκτονήσει | θα έχουν αυτοκτονήσει | να έχουν αυτοκτονήσει |
| |
Μεταφράσεις
αυτοκτονώ
|
Αναφορές
- αυτοκτονούμαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Πηγές
- αυτοκτονώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αυτοκτονώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αυτοκτονώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.