αὐτοκτονέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτοκτονέω < αὐτοκτόνος

Ρήμα

αὐτοκτονέω - αὐτοκτονῶ (συνηρημένο)

  1. σκοτώνω κάποιον με τα χέρια μου, εγώ ο ίδιος
  2. αλληλοσκοτωνόμαστε, σκοτώνει ο ένας τον άλλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.