αυτοκαταστροφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοκαταστροφικός | η | αυτοκαταστροφική | το | αυτοκαταστροφικό |
| γενική | του | αυτοκαταστροφικού | της | αυτοκαταστροφικής | του | αυτοκαταστροφικού |
| αιτιατική | τον | αυτοκαταστροφικό | την | αυτοκαταστροφική | το | αυτοκαταστροφικό |
| κλητική | αυτοκαταστροφικέ | αυτοκαταστροφική | αυτοκαταστροφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοκαταστροφικοί | οι | αυτοκαταστροφικές | τα | αυτοκαταστροφικά |
| γενική | των | αυτοκαταστροφικών | των | αυτοκαταστροφικών | των | αυτοκαταστροφικών |
| αιτιατική | τους | αυτοκαταστροφικούς | τις | αυτοκαταστροφικές | τα | αυτοκαταστροφικά |
| κλητική | αυτοκαταστροφικοί | αυτοκαταστροφικές | αυτοκαταστροφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοκαταστροφικός < αυτοκαταστροφή
Μεταφράσεις
αυτοκαταστροφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.