αυτοκαταστροφικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αυτοκαταστροφικά
<
αυτοκαταστροφικός
Επίρρημα
αυτοκαταστροφικά
προκαλώντας την
αυτοκαταστροφή
(κάποιου)
Μεταφράσεις
αυτοκαταστροφικά
γαλλικά
:
suicidairement
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.