αὐτόδικος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτόδικος < αὐτός + δίκη

Επίθετο

αὐτόδικος,ος,ον

  • που διαθέτει δικό του αυτόνομο δικαστικό σύστημα, που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία άλλου (για χώρα ή περιοχή με ανεξάρτητες δικαστικές αρχές)
περὶ μὲν τῶν ἱερῶν τῶν κοινῶν, θύειν καὶ ἰέναι καὶ μαντεύεσθαι καὶ θεωρεῖν κατὰ τὰ πάτρια τὸν βουλόμενον καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν ἀδεῶς. τὸ δ᾽ ἱερὸν καὶ τὸν νεὼν τὸν ἐν Δελφοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Δελφοὺς αὐτονόμους εἶναι καὶ αὐτοτελεῖς καὶ αὐτοδίκους καὶ αὑτῶν καὶ τῆς γῆς τῆς ἑαυτῶν κατὰ τὰ πάτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.