αυλοκολακεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλοκολακεία οι αυλοκολακείες
      γενική της αυλοκολακείας των αυλοκολακειών
    αιτιατική την αυλοκολακεία τις αυλοκολακείες
     κλητική αυλοκολακεία αυλοκολακείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλοκολακεία < αυλή + -ο- + κολακεία

Ουσιαστικό

αυλοκολακεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.