αυλαρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλαρχία οι αυλαρχίες
      γενική της αυλαρχίας των αυλαρχιών
    αιτιατική την αυλαρχία τις αυλαρχίες
     κλητική αυλαρχία αυλαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλαρχία < αυλάρχης + -ία

Ουσιαστικό

αυλαρχία θηλυκό

  1. το αξίωμα ενός αυλάρχη
  2. η περίοδος που ο αυλάρχης κατέχει και ασκεί το σχετικό αξίωμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.