αυλαρχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αυλαρχείο | τα | αυλαρχεία |
| γενική | του | αυλαρχείου | των | αυλαρχείων |
| αιτιατική | το | αυλαρχείο | τα | αυλαρχεία |
| κλητική | αυλαρχείο | αυλαρχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αυλαρχείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.