αυλακιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλακιά οι αυλακιές
      γενική της αυλακιάς των αυλακιών
    αιτιατική την αυλακιά τις αυλακιές
     κλητική αυλακιά αυλακιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλακιά < αυλάκι + -ιά

Ουσιαστικό

αυλακιά θηλυκό

  1. αυλάκι
  2. συρμή
  3. αυλάκωση, ράβδωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.