αυθορμησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυθορμησία οι αυθορμησίες
      γενική της αυθορμησίας των αυθορμησιών
    αιτιατική την αυθορμησία τις αυθορμησίες
     κλητική αυθορμησία αυθορμησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυθορμησία < αυθόρμητος + -σία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spontanéité)

Ουσιαστικό

αυθορμησία θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.