αυθεντικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυθεντικότητα οι αυθεντικότητες
      γενική της αυθεντικότητας των αυθεντικοτήτων
    αιτιατική την αυθεντικότητα τις αυθεντικότητες
     κλητική αυθεντικότητα αυθεντικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυθεντικότητα < αυθεντικός + -ότητα

Ουσιαστικό

αυθεντικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.