αυθαίρετο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυθαίρετο τα αυθαίρετα
      γενική του αυθαίρετου
& αυθαιρέτου
των αυθαίρετων
& αυθαιρέτων
    αιτιατική το αυθαίρετο τα αυθαίρετα
     κλητική αυθαίρετο αυθαίρετα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυθαίρετο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυθαίρετος

Ουσιαστικό

αυθαίρετο ουδέτερο

  1. οτιδήποτε έχει κτιστεί χωρίς σχετική νόμιμη άδεια
  2. (παρωχημένο) η αυθαιρεσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.