αυθαιρεσία
Νέα ελληνικά (el)
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυθαιρεσία | οι | αυθαιρεσίες |
| γενική | της | αυθαιρεσίας | των | αυθαιρεσιών |
| αιτιατική | την | αυθαιρεσία | τις | αυθαιρεσίες |
| κλητική | αυθαιρεσία | αυθαιρεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυθαιρεσία < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
αυθαιρεσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.