ατσούμπαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατσούμπαλος η ατσούμπαλη το ατσούμπαλο
      γενική του ατσούμπαλου της ατσούμπαλης του ατσούμπαλου
    αιτιατική τον ατσούμπαλο την ατσούμπαλη το ατσούμπαλο
     κλητική ατσούμπαλε ατσούμπαλη ατσούμπαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατσούμπαλοι οι ατσούμπαλες τα ατσούμπαλα
      γενική των ατσούμπαλων των ατσούμπαλων των ατσούμπαλων
    αιτιατική τους ατσούμπαλους τις ατσούμπαλες τα ατσούμπαλα
     κλητική ατσούμπαλοι ατσούμπαλες ατσούμπαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατσούμπαλος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ατσούμπαλος, -η, -ο

  1. αφρόντιστος, ατημέλητος
  2. αδέξιος, άγαρμπος
  3. χοντροκαμωμένος, χοντροκομμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.