ατμήρη

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ατμήρη

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ατμήρης
  2. κλητική ενικού, αρσενικού γένους του ατμήρης
  3. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ατμήρες) του ατμήρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.