ατζαμοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατζαμοσύνη | οι | ατζαμοσύνες |
| γενική | της | ατζαμοσύνης | των | (ατζαμοσυνών) |
| αιτιατική | την | ατζαμοσύνη | τις | ατζαμοσύνες |
| κλητική | ατζαμοσύνη | ατζαμοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατζαμοσύνη < ατζαμής
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ατζαμής
Μεταφράσεις
ατζαμοσύνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.