αδεξιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδεξιότητα οι αδεξιότητες
      γενική της αδεξιότητας των αδεξιοτήτων
    αιτιατική την αδεξιότητα τις αδεξιότητες
     κλητική αδεξιότητα αδεξιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδεξιότητα < (καθαρεύουσα) ἀδεξιότης, μορφολογικά αναλύεται αδέξι(ος) + -ότητα

Ουσιαστικό

αδεξιότητα θηλυκό

  1. η έλλειψη επιδεξιότητας
  2. η έλλειψη τακτ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.