ατίμωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατίμωση | οι | ατιμώσεις |
| γενική | της | ατίμωσης* | των | ατιμώσεων |
| αιτιατική | την | ατίμωση | τις | ατιμώσεις |
| κλητική | ατίμωση | ατιμώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ατιμώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατίμωση < αρχαία ελληνική ἀτίμωσις
Ουσιαστικό
ατίμωση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.