ασύγγνωστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασύγγνωστος | η | ασύγγνωστη | το | ασύγγνωστο |
| γενική | του | ασύγγνωστου | της | ασύγγνωστης | του | ασύγγνωστου |
| αιτιατική | τον | ασύγγνωστο | την | ασύγγνωστη | το | ασύγγνωστο |
| κλητική | ασύγγνωστε | ασύγγνωστη | ασύγγνωστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασύγγνωστοι | οι | ασύγγνωστες | τα | ασύγγνωστα |
| γενική | των | ασύγγνωστων | των | ασύγγνωστων | των | ασύγγνωστων |
| αιτιατική | τους | ασύγγνωστους | τις | ασύγγνωστες | τα | ασύγγνωστα |
| κλητική | ασύγγνωστοι | ασύγγνωστες | ασύγγνωστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασύγγνωστος < ελληνιστική κοινή ἀσύγγνωστος[1] < αρχαία ελληνική συγγνωστός
Συνώνυμα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
ασύγγνωστος
|
- ἀσύγγνωστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.