αστροστόλιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστροστόλιστος η αστροστόλιστη το αστροστόλιστο
      γενική του αστροστόλιστου της αστροστόλιστης του αστροστόλιστου
    αιτιατική τον αστροστόλιστο την αστροστόλιστη το αστροστόλιστο
     κλητική αστροστόλιστε αστροστόλιστη αστροστόλιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστροστόλιστοι οι αστροστόλιστες τα αστροστόλιστα
      γενική των αστροστόλιστων των αστροστόλιστων των αστροστόλιστων
    αιτιατική τους αστροστόλιστους τις αστροστόλιστες τα αστροστόλιστα
     κλητική αστροστόλιστοι αστροστόλιστες αστροστόλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αστροστόλιστος < αστρο-+ (στολίζω) στολιστ- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.stɾoˈsto.li.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αστροστόλιστος

Επίθετο

αστροστόλιστος αρσενικό

  • ο γεμάτος αστέρια, ο στολισμένος, διακοσμημένος με αστέρια
      Γύρω απ’ τη λίμνη του μαύρου πηχτού νερού, μόλις μαντεύονταν οι σκοτεινότεροι όγκοι των νησιών να ορθώνονται προς τον αστροστόλιστο θόλο.
    Μ. Καραγάτσης, (1953) Η Μεγάλη Χίμαιρα @greek-language.gr

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.