αστραπιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστραπιαίος | η | αστραπιαία | το | αστραπιαίο |
| γενική | του | αστραπιαίου | της | αστραπιαίας | του | αστραπιαίου |
| αιτιατική | τον | αστραπιαίο | την | αστραπιαία | το | αστραπιαίο |
| κλητική | αστραπιαίε | αστραπιαία | αστραπιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστραπιαίοι | οι | αστραπιαίες | τα | αστραπιαία |
| γενική | των | αστραπιαίων | των | αστραπιαίων | των | αστραπιαίων |
| αιτιατική | τους | αστραπιαίους | τις | αστραπιαίες | τα | αστραπιαία |
| κλητική | αστραπιαίοι | αστραπιαίες | αστραπιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.stɾa.piˈe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρα‐πι‐αί‐ος
Επίθετο
αστραπιαίος, -α, -ο
- πάρα πολύ γρήγορος, σαν αστραπή
- ※ Η Όλιβ τράβηξε μια καρέκλα από το τραπέζι για να καθίσω κι αυτό το ξύσιμο των ξύλινων ποδιών στο ανώμαλο δάπεδο με τα κόκκινα πλακάκια ήταν άλλος ένας αστραπιαίος απόηχος του παρελθόντος. (Τζον Μπάνβιλ (μτφ. Τόνια Κοβαλένκο), Η μπλε κιθάρα, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2016), σελ. 247)
Μεταφράσεις
αστραπιαίος
|
|
Αναφορές
- αστραπιαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.