αστραπιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

αστραπιαίο

  1. αστραπιαίος, στην αιτιατική του ενικού

αστραπιαίο, ουδέτερο του αστραπιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.