ασταύρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασταύρωτος | η | ασταύρωτη | το | ασταύρωτο |
| γενική | του | ασταύρωτου | της | ασταύρωτης | του | ασταύρωτου |
| αιτιατική | τον | ασταύρωτο | την | ασταύρωτη | το | ασταύρωτο |
| κλητική | ασταύρωτε | ασταύρωτη | ασταύρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασταύρωτοι | οι | ασταύρωτες | τα | ασταύρωτα |
| γενική | των | ασταύρωτων | των | ασταύρωτων | των | ασταύρωτων |
| αιτιατική | τους | ασταύρωτους | τις | ασταύρωτες | τα | ασταύρωτα |
| κλητική | ασταύρωτοι | ασταύρωτες | ασταύρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ασταύρωτος, -η, -ο
- που δε σταυρώθηκε. δε βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο σταυρό
- που δε διασταυρώθηκε, δε σχημάτισε σταυρό με κάτι άλλο
- (μτφ.) ανενόχλητος, που δεν υπέστη φορτικές ενοχλήσεις
- κανέναν δεν άφησε ασταύρωτο
Μεταφράσεις
ασταύρωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.