αστέριωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστέριωτος | η | αστέριωτη | το | αστέριωτο |
| γενική | του | αστέριωτου | της | αστέριωτης | του | αστέριωτου |
| αιτιατική | τον | αστέριωτο | την | αστέριωτη | το | αστέριωτο |
| κλητική | αστέριωτε | αστέριωτη | αστέριωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστέριωτοι | οι | αστέριωτες | τα | αστέριωτα |
| γενική | των | αστέριωτων | των | αστέριωτων | των | αστέριωτων |
| αιτιατική | τους | αστέριωτους | τις | αστέριωτες | τα | αστέριωτα |
| κλητική | αστέριωτοι | αστέριωτες | αστέριωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αστέριωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.