αστερέωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστερέωτος | η | αστερέωτη | το | αστερέωτο |
| γενική | του | αστερέωτου | της | αστερέωτης | του | αστερέωτου |
| αιτιατική | τον | αστερέωτο | την | αστερέωτη | το | αστερέωτο |
| κλητική | αστερέωτε | αστερέωτη | αστερέωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστερέωτοι | οι | αστερέωτες | τα | αστερέωτα |
| γενική | των | αστερέωτων | των | αστερέωτων | των | αστερέωτων |
| αιτιατική | τους | αστερέωτους | τις | αστερέωτες | τα | αστερέωτα |
| κλητική | αστερέωτοι | αστερέωτες | αστερέωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αστερέωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.