ασπράγκαθο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασπράγκαθο | τα | ασπράγκαθα |
| γενική | του | ασπράγκαθου | των | ασπράγκαθων |
| αιτιατική | το | ασπράγκαθο | τα | ασπράγκαθα |
| κλητική | ασπράγκαθο | ασπράγκαθα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈspɾaŋ.ɡa.θo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπρά‐γκα‐θο
Μεταφράσεις
ασπράγκαθο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.