ασπλάχνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασπλάχνια | οι | ασπλάχνιες |
| γενική | της | ασπλάχνιας | των | ασπλαχνιών |
| αιτιατική | την | ασπλάχνια | τις | ασπλάχνιες |
| κλητική | ασπλάχνια | ασπλάχνιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασπλάχνια < ασπλαχνία
Μεταφράσεις
ασπλάχνια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.