ασπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπασμένος | η | ασπασμένη | το | ασπασμένο |
| γενική | του | ασπασμένου | της | ασπασμένης | του | ασπασμένου |
| αιτιατική | τον | ασπασμένο | την | ασπασμένη | το | ασπασμένο |
| κλητική | ασπασμένε | ασπασμένη | ασπασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπασμένοι | οι | ασπασμένες | τα | ασπασμένα |
| γενική | των | ασπασμένων | των | ασπασμένων | των | ασπασμένων |
| αιτιατική | τους | ασπασμένους | τις | ασπασμένες | τα | ασπασμένα |
| κλητική | ασπασμένοι | ασπασμένες | ασπασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ασπασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.