taupe
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| taupe | taupes |
Ουσιαστικό
taupe (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) ο τυφλοπόντικας
- (μεταφορικά) (οικείο) κάποιος που δρα μέσα σε έναν οργανισμό για λογαριασμό κάποιου άλλου, σπιούνος, κατάσκοπος
- (μηχανολογία) μηχανή που ανοίγει σήραγγες (για το μετρό, τρένο, κλπ.)
Ουσιαστικό
taupe (fr) θηλυκό
- (στη Γαλλία) το δεύτερο έτος των μαθηματικών που ανοίγει την πόρτα των σχολών των μηχανικών και του πολυτεχνείου
Συγγενικά
- taupé
- taupier
- taupière
- taupin
- taupinière
Σύνθετα
- taupe-grillon
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.