taupe

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
taupe taupes

Ουσιαστικό

taupe (fr) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο τυφλοπόντικας
  2. (μεταφορικά) (οικείο) κάποιος που δρα μέσα σε έναν οργανισμό για λογαριασμό κάποιου άλλου, σπιούνος, κατάσκοπος
  3. (μηχανολογία) μηχανή που ανοίγει σήραγγες (για το μετρό, τρένο, κλπ.)

Ουσιαστικό

taupe (fr) θηλυκό

  1. (στη Γαλλία) το δεύτερο έτος των μαθηματικών που ανοίγει την πόρτα των σχολών των μηχανικών και του πολυτεχνείου

Συγγενικά

  • taupé
  • taupier
  • taupière
  • taupin
  • taupinière

Σύνθετα

  • taupe-grillon
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.