ασβεστόνερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασβεστόνερο | τα | ασβεστόνερα |
| γενική | του | ασβεστόνερου | των | ασβεστόνερων |
| αιτιατική | το | ασβεστόνερο | τα | ασβεστόνερα |
| κλητική | ασβεστόνερο | ασβεστόνερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασβεστόνερο < ασβέστ(ης) + -ό- + -νερο
Προφορά
- ΔΦΑ : /azveˈsto.ne.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σβε‐στό‐νε‐ρο
Ουσιαστικό
ασβεστόνερο ουδέτερο
- διάλυμα ασβέστη σε νερό που χρησιμοποιείται ως στυπτικό φάρμακο, ή ως απολυμαντικό για την επίχριση ή το άσπρισμα τοίχων ή για την προετοιμασία παρασκευής γλυκών του κουταλιού
Μεταφράσεις
ασβεστόνερο
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.