ασέλγεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασέλγεια | οι | ασέλγειες |
| γενική | της | ασέλγειας | των | ασελγειών |
| αιτιατική | την | ασέλγεια | τις | ασέλγειες |
| κλητική | ασέλγεια | ασέλγειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασέλγεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσέλγεια < ἀσελγής
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈsel.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σέλ‐γει‐α
Ουσιαστικό
ασέλγεια θηλυκό
- συμπεριφορά που αποσκοπεί στην επίτευξη σεξουαλικής ικανοποίησης με μέσα ανήθικα ή ανεπίτρεπτα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ασελγής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.