αρτάνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρτάνη οι αρτάνες
      γενική της αρτάνης των αρτανών
    αιτιατική την αρτάνη τις αρτάνες
     κλητική αρτάνη αρτάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρτάνη < αρχαία ελληνική ἀρτάνη < ἀρτάω

Ουσιαστικό

αρτάνη θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) είδος αναβατορίου
     συνώνυμα: σαμπάνι
  2. το λουρί ενός αναβολέα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.