σαμπάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαμπάνι | τα | σαμπάνια |
| γενική | του | σαμπανιού | των | σαμπανιών |
| αιτιατική | το | σαμπάνι | τα | σαμπάνια |
| κλητική | σαμπάνι | σαμπάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαμπάνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σαμπάνι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) σκοινί για την αγκύστρωση & ανύψωση βαριών αντικειμένων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
σαμπάνι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.