αρμάτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρμάτωμα | τα | αρματώματα |
| γενική | του | αρματώματος | των | αρματωμάτων |
| αιτιατική | το | αρμάτωμα | τα | αρματώματα |
| κλητική | αρμάτωμα | αρματώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρμάτωμα < αρματώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αρμάτωμα ουδέτερο
- εξοπλισμός
- (ειδ.) ο εφοδιασμός σκάφους με τα αναγκαία για το ταξίδι εξαρτήματα
Μεταφράσεις
αρμάτωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.