αρματιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρματιστής οι αρματιστές
      γενική του αρματιστή των αρματιστών
    αιτιατική τον αρματιστή τους αρματιστές
     κλητική αρματιστή αρματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρματιστής < άρμα (<άρμα μάχης) + τ + -ιστής  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αρματιστής αρσενικό (θηλυκό: αρματίστρια)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.