αρλεκίνικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρλεκίνικος | η | αρλεκίνικη | το | αρλεκίνικο |
| γενική | του | αρλεκίνικου | της | αρλεκίνικης | του | αρλεκίνικου |
| αιτιατική | τον | αρλεκίνικο | την | αρλεκίνικη | το | αρλεκίνικο |
| κλητική | αρλεκίνικε | αρλεκίνικη | αρλεκίνικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρλεκίνικοι | οι | αρλεκίνικες | τα | αρλεκίνικα |
| γενική | των | αρλεκίνικων | των | αρλεκίνικων | των | αρλεκίνικων |
| αιτιατική | τους | αρλεκίνικους | τις | αρλεκίνικες | τα | αρλεκίνικα |
| κλητική | αρλεκίνικοι | αρλεκίνικες | αρλεκίνικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρλεκίνικος < αρλεκίν(ος) + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.leˈci.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐λε‐κί‐νι‐κος
Επίθετο
αρλεκίνικος, -η, -ο
- που μοιάζει ή σχετίζεται με αρλεκίνο
- ※ Κάθεται εκεί κατά τα Εξάρχεια, σε μία αρλεκίνικη οκέλα (προπολεμική πολυτελής πολυκατοικία), μπογιατισμένη παρδαλά, που μοιάζει με υπερωκεάνιο. Είναι τόση πολυτέλεια εκεί που βουϊζουν τ' αφτιά μου. Ο θυρωρός καμαρώνει σαν ναύαρχος.
- Μενέλαος Λουντέμης, Χαμόγελα σε πληγωμένα χείλη
- ※ Κάθεται εκεί κατά τα Εξάρχεια, σε μία αρλεκίνικη οκέλα (προπολεμική πολυτελής πολυκατοικία), μπογιατισμένη παρδαλά, που μοιάζει με υπερωκεάνιο. Είναι τόση πολυτέλεια εκεί που βουϊζουν τ' αφτιά μου. Ο θυρωρός καμαρώνει σαν ναύαρχος.
Μεταφράσεις
αρλεκίνικος
|
|
Πηγές
- αρλεκίνικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.